- ἐπεφιλοστοργήκει
- φιλοστοργέωlove tenderlyplup ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοστοργώ — έω, Α [φιλόστοργος] αγαπώ κάποιον τρυφερά, νιώθω στοργή για κάποιον («ἐπεφιλοστοργήκει τὴν παρθένον ὡς θυγατέρα», Πολ.) … Dictionary of Greek